- σεισμομετρία
- ημελέτη των σεισμών με τη βοήθεια του σεισμομέτρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σεισμομετρία — η, Ν (γεωφ.) κλάδος τής σεισμολογίας που ασχολείται με τη μελέτη και τη μέτρηση τών εδαφικών κινήσεων οι οποίες προκαλούνται από τους σεισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismometry (< σεισμός + μετρία*)] … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
σεισμομετρικός — ή, ό, Ν [σεισμόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεισμομετρία ή στο σεισμόμετρο … Dictionary of Greek
σεισμομετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σεισμομετρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)